- αψεύτιστο
- karışıksız, saf
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
αψεύτιστος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν είναι ψευτισμένος, δεν είναι νοθευμένος: Τίποτε δεν έμεινε αψεύτιστο στα χρόνια μας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)